Translation meaning & definition of the word "sentiment" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συναίσθημα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sentiment
[Συναίσθημα]/sɛntəmənt/
noun
1. Tender, romantic, or nostalgic feeling or emotion
- synonym:
- sentiment
1. Τρυφερό, ρομαντικό ή νοσταλγικό συναίσθημα ή συναίσθημα
- συνώνυμο:
- συναίσθημα
2. A personal belief or judgment that is not founded on proof or certainty
- "My opinion differs from yours"
- "I am not of your persuasion"
- "What are your thoughts on haiti?"
- synonym:
- opinion ,
- sentiment ,
- persuasion ,
- view ,
- thought
2. Μια προσωπική πίστη ή κρίση που δεν βασίζεται στην απόδειξη ή τη βεβαιότητα
- "Η γνώμη μου διαφέρει από τη δική σας"
- "Δεν είμαι της πειθούς σου"
- "Ποιες είναι οι σκέψεις σας για την αϊτή?"
- συνώνυμο:
- γνώμη ,
- συναίσθημα ,
- πειθώ ,
- προβολή ,
- σκέψη