Translation meaning & definition of the word "sensuous" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αισθησιακός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sensuous
[Αισθησιακός]/sɛnʃəwəs/
adjective
1. Taking delight in beauty
- "The sensuous joy from all things fair"
- synonym:
- sensuous
1. Απολαμβάνοντας την ομορφιά
- "Η αισθησιακή χαρά από όλα τα πράγματα δίκαια"
- συνώνυμο:
- αισθησιακός