Translation meaning & definition of the word "sensual" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αισθησιακός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sensual
[Αισθησιακός]/sɛnʃəwəl/
adjective
1. Marked by the appetites and passions of the body
- "Animal instincts"
- "Carnal knowledge"
- "Fleshly desire"
- "A sensual delight in eating"
- "Music is the only sensual pleasure without vice"
- synonym:
- animal(a) ,
- carnal ,
- fleshly ,
- sensual
1. Χαρακτηρίζεται από τις ορέξεις και τα πάθη του σώματος
- "Ζωικά ένστικτα"
- "Σαρκική γνώση"
- "Σαρκική επιθυμία"
- "Αισθησιακή απόλαυση στο φαγητό"
- "Η μουσική είναι η μόνη αισθησιακή απόλαυση χωρίς κακία"
- συνώνυμο:
- ζωικό( ,
- σαρκικόσ ,
- σαρκώδησ ,
- αισθησιακός
2. Sexually exciting or gratifying
- "Sensual excesses"
- "A sultry look"
- "A sultry dance"
- synonym:
- sensual ,
- sultry
2. Σεξουαλικά συναρπαστικό ή ικανοποιητικό
- "Αισθησιακές υπερβολές"
- "Μια αποτρόπαια εμφάνιση"
- "Ένας αποπνικτικός χορός"
- συνώνυμο:
- αισθησιακός ,
- αποπνικτικόσ
Examples of using
Great men are fond of sensual pleasures.
Οι μεγάλοι άνδρες αγαπούν τις αισθησιακές απολαύσεις.