Translation meaning & definition of the word "sensory" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αισθητήριο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sensory
[Αισθητήριοσ]/sɛnsəri/
adjective
1. Of a nerve fiber or impulse originating outside and passing toward the central nervous system
- "Sensory neurons"
- synonym:
- centripetal ,
- receptive ,
- sensory(a)
1. Από μια νευρική ίνα ή παρόρμηση που προέρχεται από έξω και περνά προς το κεντρικό νευρικό σύστημα
- "Αισθητηριακοί νευρώνες"
- συνώνυμο:
- κεντρομόλοσ ,
- δεκτικός ,
- αισθητηριακή(
2. Involving or derived from the senses
- "Sensory experience"
- "Sensory channels"
- synonym:
- sensory ,
- sensorial
2. Που περιλαμβάνει ή προέρχεται από τις αισθήσεις
- "Αισθητηριακή εμπειρία"
- "Αισθητηριακά κανάλια"
- συνώνυμο:
- αισθητικόσ ,
- αισθησιακόσ
3. Relating to or concerned in sensation
- "The sensory cortex"
- "Sensory organs"
- synonym:
- sensational ,
- sensory
3. Σχετικά με ή ανησυχούν με την αίσθηση
- "Ο αισθητικός φλοιός"
- "Αισθητήρια όργανα"
- συνώνυμο:
- εντυπωσιακόσ ,
- αισθητικόσ