Translation meaning & definition of the word "sensationalism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αισθησιασμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sensationalism
[Αισθησιασμόσ]/sɛnseʃənəlɪzəm/
noun
1. Subject matter that is calculated to excite and please vulgar tastes
- synonym:
- sensationalism
1. Αντικείμενο που υπολογίζεται για να ενθουσιάσει και να παρακαλώ χυδαίες γεύσεις
- συνώνυμο:
- εντυπωσιασμόσ
2. The journalistic use of subject matter that appeals to vulgar tastes
- "The tabloids relied on sensationalism to maintain their circulation"
- synonym:
- sensationalism ,
- luridness
2. Η δημοσιογραφική χρήση του αντικειμένου που απευθύνεται σε χυδαίες γεύσεις
- "Τα ταμπλόιντ βασίζονταν στον εντυπωσιασμό για να διατηρήσουν την κυκλοφορία τους"
- συνώνυμο:
- εντυπωσιασμόσ ,
- επιδεικτικότητα
3. (philosophy) the ethical doctrine that feeling is the only criterion for what is good
- synonym:
- sensualism ,
- sensationalism
3. (φιλοσοφία) το ηθικό δόγμα ότι το συναίσθημα είναι το μόνο κριτήριο για το τι είναι καλό
- συνώνυμο:
- αισθησιασμόσ ,
- εντυπωσιασμόσ
4. (philosophy) the doctrine that knowledge derives from experience
- synonym:
- empiricism ,
- empiricist philosophy ,
- sensationalism
4. (φιλοσοφία) το δόγμα ότι η γνώση προέρχεται από την εμπειρία
- συνώνυμο:
- εμπειρισμός ,
- εμπειρική φιλοσοφία ,
- εντυπωσιασμόσ