Translation meaning & definition of the word "senna" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σέννα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Senna
[Σέννα]/sɛnə/
noun
1. Any of various plants of the genus senna having pinnately compound leaves and showy usually yellow flowers
- Many are used medicinally
- synonym:
- senna
1. Οποιοδήποτε από τα διάφορα φυτά του γένους έχει ακριβώς σύνθετα φύλλα και συνήθως κίτρινα λουλούδια
- Πολλά χρησιμοποιούνται φαρμακευτικά
- συνώνυμο:
- σέννα