Translation meaning & definition of the word "seniority" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατωτερότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Seniority
[Ανώτερο]/sinjɔrɪti/
noun
1. Higher rank than that of others especially by reason of longer service
- synonym:
- seniority ,
- senior status ,
- higher status ,
- higher rank
1. Υψηλότερη κατάταξη από εκείνη των άλλων, ειδικά λόγω της μεγαλύτερης υπηρεσίας
- συνώνυμο:
- αρχαιότητα ,
- ανώτερη κατάσταση ,
- υψηλότερη κατάσταση ,
- υψηλότερη βαθμίδα
2. The property of being long-lived
- synonym:
- longevity ,
- seniority
2. Η ιδιοκτησία του να είναι μακρόβια
- συνώνυμο:
- μακροζωία ,
- αρχαιότητα