Translation meaning & definition of the word "senility" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευγένεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Senility
[Γεροντικότητα]/sənɪləti/
noun
1. Mental infirmity as a consequence of old age
- Sometimes shown by foolish infatuations
- synonym:
- dotage ,
- second childhood ,
- senility
1. Η ψυχική αναπηρία ως συνέπεια της γήρανσης
- Μερικές φορές φαίνεται από ανόητες προσβολές
- συνώνυμο:
- αναλογία ,
- δεύτερη παιδική ηλικία ,
- γεροντικότητα
2. The state of being senile
- synonym:
- senility
2. Η κατάσταση του να είσαι γεροντικός
- συνώνυμο:
- γεροντικότητα