Translation meaning & definition of the word "sender" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποστολέας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sender
[Αποστολέας]/sɛndər/
noun
1. Someone who transmits a message
- "Return to sender"
- synonym:
- sender ,
- transmitter
1. Κάποιος που μεταδίδει ένα μήνυμα
- "Επιστροφή στον αποστολέα"
- συνώνυμο:
- αποστολέασ ,
- πομπόσ
2. Set used to broadcast radio or tv signals
- synonym:
- transmitter ,
- sender
2. Σετ που χρησιμοποιείται για τη μετάδοση ραδιοφωνικών ή τηλεοπτικών σημάτων
- συνώνυμο:
- πομπόσ ,
- αποστολέασ