Translation meaning & definition of the word "sen" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γερμανικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sen
[Σελ]/sɛn/
noun
1. A fractional monetary unit of japan and indonesia and cambodia
- Equal to one hundredth of a yen or rupiah or riel
- synonym:
- sen
1. Μια κλασματική νομισματική μονάδα της ιαπωνίας, της ινδονησίας και της καμπότζης
- Ίση με το εκατοστό ενός γιεν ή ρουπία ή ριάλ
- συνώνυμο:
- γερουσία