Translation meaning & definition of the word "seminal" into Greek language
Μετάφραση έννοια & ορισμός της λέξης "σπερματικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Seminal
[Σπερματικόσ]/sɛmənəl/
adjective
1. Pertaining to or containing or consisting of semen
- "Seminal fluid"
- synonym:
- seminal
1. Που αφορά ή περιέχει ή αποτελείται από σπέρμα
- "Σπερματικό υγρό"
- συνώνυμο:
- σπερματικόσ
2. Containing seeds of later development
- "Seminal ideas of one discipline can influence the growth of another"
- synonym:
- germinal ,
- originative ,
- seminal
2. Περιέχει σπόρους μεταγενέστερης ανάπτυξης
- "Οι σπερματικές ιδέες ενός κλάδου μπορούν να επηρεάσουν την ανάπτυξη ενός άλλου"
- συνώνυμο:
- βλαστική ,
- πρωτοτυπικόσ ,
- σπερματικόσ