Translation meaning & definition of the word "semi" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ημί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Semi
[Ημι]/sɛmi/
noun
1. One of the two competitions in the next to the last round of an elimination tournament
- synonym:
- semifinal ,
- semi
1. Ένας από τους δύο διαγωνισμούς στον επόμενο γύρο ενός τουρνουά αποβολής
- συνώνυμο:
- ημιτελικό ,
- ημι
2. A truck consisting of a tractor and trailer together
- synonym:
- trailer truck ,
- tractor trailer ,
- trucking rig ,
- rig ,
- articulated lorry ,
- semi
2. Ένα φορτηγό που αποτελείται από ένα τρακτέρ και ρυμουλκούμενο μαζί
- συνώνυμο:
- φορτηγό τρέιλερ ,
- τρέιλερ τρακτέρ ,
- εξέδρα φορτηγών ,
- εξέδρα ,
- αρθρωτό φορτηγό ,
- ημι
3. A trailer having wheels only in the rear
- The front is supported by the towing vehicle
- synonym:
- semitrailer ,
- semi
3. Ένα ρυμουλκούμενο που έχει τροχούς μόνο στο πίσω μέρος
- Το μπροστινό μέρος υποστηρίζεται από το ρυμουλκό όχημα
- συνώνυμο:
- ημιρυμουλκούμενο ,
- ημι