Translation meaning & definition of the word "semblance" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σύνολο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Semblance
[Ημιανατολή]/sɛmbləns/
noun
1. An outward or token appearance or form that is deliberately misleading
- "He hoped his claims would have a semblance of authenticity"
- "He tried to give his falsehood the gloss of moral sanction"
- "The situation soon took on a different color"
- synonym:
- semblance ,
- gloss ,
- color ,
- colour
1. Μια εξωτερική ή συμβολική εμφάνιση ή μορφή που είναι σκόπιμα παραπλανητική
- "Ελπίζει ότι οι ισχυρισμοί του θα έχουν μια ομοιότητα αυθεντικότητας"
- "Προσπάθησε να δώσει στο ψεύδος του τη στιλπνότητα της ηθικής κύρωσης"
- "Η κατάσταση σύντομα πήρε ένα διαφορετικό χρώμα"
- συνώνυμο:
- εμφάνιση ,
- γυαλιστερός ,
- χρώμα
2. An erroneous mental representation
- synonym:
- illusion ,
- semblance
2. Μια λανθασμένη ψυχική αναπαράσταση
- συνώνυμο:
- ψευδαίσθηση ,
- εμφάνιση
3. Picture consisting of a graphic image of a person or thing
- synonym:
- likeness ,
- semblance
3. Εικόνα που αποτελείται από μια γραφική εικόνα ενός προσώπου ή ενός πράγματος
- συνώνυμο:
- ομοιότητα ,
- εμφάνιση