Translation meaning & definition of the word "semantics" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σημασιολογία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Semantics
[Σημασιολογία]/sɪmæntɪks/
noun
1. The study of language meaning
- synonym:
- semantics
1. Η μελέτη της γλωσσικής σημασίας
- συνώνυμο:
- σημασιολογία
2. The meaning of a word, phrase, sentence, or text
- "A petty argument about semantics"
- synonym:
- semantics
2. Η έννοια μιας λέξης, φράσης, πρότασης ή κειμένου
- "Ένα μικρό επιχείρημα για τη σημασιολογία"
- συνώνυμο:
- σημασιολογία