Translation meaning & definition of the word "selflessness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανιδιοτέλεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Selflessness
[Ανιδιοτέλεια]/sɛlfləsnɪs/
noun
1. The quality of unselfish concern for the welfare of others
- synonym:
- altruism ,
- selflessness
1. Η ποιότητα της ανιδιοτελούς ανησυχίας για την ευημερία των άλλων
- συνώνυμο:
- αλτρουισμός ,
- ανιδιοτέλεια
2. Acting with less concern for yourself than for the success of the joint activity
- synonym:
- selflessness ,
- self-sacrifice
2. Ενεργώντας με λιγότερη ανησυχία για τον εαυτό σας παρά για την επιτυχία της κοινής δραστηριότητας
- συνώνυμο:
- ανιδιοτέλεια ,
- αυτοθυσία
Examples of using
I respect her selflessness.
Σέβομαι την ανιδιοτέλειά της.
I respect her selflessness.
Σέβομαι την ανιδιοτέλειά της.