Translation meaning & definition of the word "selfishness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εγωισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Selfishness
[Εγωισμό]/sɛlfɪʃnəs/
noun
1. Stinginess resulting from a concern for your own welfare and a disregard of others
- synonym:
- selfishness
1. Τσιγκούνης που προκύπτει από ανησυχία για τη δική σας ευημερία και αδιαφορία για τους άλλους
- συνώνυμο:
- εγωισμό
Examples of using
I am annoyed at your selfishness.
Είμαι ενοχλημένος με τον εγωισμό σας.