Translation meaning & definition of the word "selfish" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "εγωιστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Selfish
[Εγωιστής]/sɛlfɪʃ/
adjective
1. Concerned chiefly or only with yourself and your advantage to the exclusion of others
- "Selfish men were...trying to make capital for themselves out of the sacred cause of civil rights"- maria weston chapman
- synonym:
- selfish
1. Ασχολείστε κυρίως ή μόνο με τον εαυτό σας και το πλεονέκτημά σας στον αποκλεισμό των άλλων
- "Οι εαυτοί άντρες...προσπαθούσαν να κάνουν κεφάλαιο για τον εαυτό τους από την ιερή υπόθεση των πολιτικών δικαιωμάτων" - μαρία γουέστον τσάπμαν
- συνώνυμο:
- εγωιστής
Examples of using
How can you be so selfish?
Πως μπορείς να είσαι τόσο εγωιστής;
The selfish live for themselves alone.
Οι εγωιστές ζουν μόνο για τον εαυτό τους.
What a selfish woman!
Τι εγωίστρια γυναίκα!