Translation meaning & definition of the word "selenium" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σελήνιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Selenium
[Σελήνιο]/səliniəm/
noun
1. A toxic nonmetallic element related to sulfur and tellurium
- Occurs in several allotropic forms
- A stable grey metallike allotrope conducts electricity better in the light than in the dark and is used in photocells
- Occurs in sulfide ores (as pyrite)
- synonym:
- selenium ,
- Se ,
- atomic number 34
1. Ένα τοξικό μη μεταλλικό στοιχείο που σχετίζεται με το θείο και το τελλούριο
- Εμφανίζεται σε διάφορες αλλοτροπικές μορφές
- Μια σταθερή γκρίζα αλλοτρόπη διευθύνει την ηλεκτρική ενέργεια καλύτερα στο φως από ό, τι στο σκοτάδι και χρησιμοποιείται στα φωτοκύτταρα
- Εμφανίζεται σε σουλφίδια μεταλλεύματα (ας πυριτε)
- συνώνυμο:
- σελήνιο ,
- Σε ,
- ατομικός αριθμός 34
Examples of using
Hydrogen, carbon, nitrogen, phosphorus, oxygen, sulfur and selenium are nonmetals.
Το υδρογόνο, ο άνθρακας, το άζωτο, ο φώσφορος, το οξυγόνο, το θείο και το σελήνιο είναι μη μέταλλα.