Translation meaning & definition of the word "selection" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιλογή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Selection
[Επιλογή]/səlɛkʃən/
noun
1. The act of choosing or selecting
- "Your choice of colors was unfortunate"
- "You can take your pick"
- synonym:
- choice ,
- selection ,
- option ,
- pick
1. Η πράξη της επιλογής ή της επιλογής
- "Η επιλογή των χρωμάτων σας ήταν ατυχής"
- "Μπορείτε να πάρετε την επιλογή σας"
- συνώνυμο:
- επιλογή ,
- επιλέγω
2. An assortment of things from which a choice can be made
- "The store carried a large selection of shoes"
- synonym:
- selection
2. Μια σειρά από πράγματα από τα οποία μπορεί να γίνει μια επιλογή
- "Το κατάστημα μετέφερε μια μεγάλη ποικιλία από παπούτσια"
- συνώνυμο:
- επιλογή
3. The person or thing chosen or selected
- "He was my pick for mayor"
- synonym:
- choice ,
- pick ,
- selection
3. Το άτομο ή το πράγμα που επιλέγεται ή επιλέγεται
- "Ήταν η επιλογή μου για δήμαρχο"
- συνώνυμο:
- επιλογή ,
- επιλέγω
4. A natural process resulting in the evolution of organisms best adapted to the environment
- synonym:
- survival ,
- survival of the fittest ,
- natural selection ,
- selection
4. Μια φυσική διαδικασία με αποτέλεσμα την εξέλιξη των οργανισμών που είναι καλύτερα προσαρμοσμένοι στο περιβάλλον
- συνώνυμο:
- επιβίωση ,
- επιβίωση του ισχυρότερου ,
- φυσική επιλογή ,
- επιλογή
5. A passage selected from a larger work
- "He presented excerpts from william james' philosophical writings"
- synonym:
- excerpt ,
- excerption ,
- extract ,
- selection
5. Ένα απόσπασμα που επιλέγεται από μια μεγαλύτερη εργασία
- "Παρουσίασε αποσπάσματα από τα φιλοσοφικά γραπτά του ουίλιαμ τζέιμς"
- συνώνυμο:
- απόσπασμα ,
- απόσπαση ,
- εκχύλισμα ,
- επιλογή