Translation meaning & definition of the word "selected" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιλεγμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Selected
[Επιλεγμένο]/səlɛktɪd/
adjective
1. Chosen in preference to another
- synonym:
- selected
1. Επιλέγεται προτιμώντας τον άλλο
- συνώνυμο:
- επιλεγμένο
Examples of using
This car was selected the "car of the year".
Αυτό το αυτοκίνητο επιλέχθηκε το "αυτοκίνητο της χρονιάς".
We selected the chairman by a vote.
Επιλέξαμε τον πρόεδρο με ψηφοφορία.