Translation meaning & definition of the word "seize" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "κατάσχω" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Seize
[Κατάσχω]/siz/
verb
1. Take hold of
- Grab
- "The sales clerk quickly seized the money on the counter"
- "She clutched her purse"
- "The mother seized her child by the arm"
- "Birds of prey often seize small mammals"
- synonym:
- seize ,
- prehend ,
- clutch
1. Πιάνω
- Αρπάζω
- "Ο πωλητής άρπαξε γρήγορα τα χρήματα στον πάγκο"
- "Έσφιξε το πορτοφόλι της"
- "Η μητέρα έπιασε το παιδί της από το χέρι"
- "Τα αρπακτικά πουλιά συχνά αρπάζουν μικρά θηλαστικά"
- συνώνυμο:
- αρπάζω ,
- προεντεταμένοσ ,
- συμπλέκτης
2. Take or capture by force
- "The terrorists seized the politicians"
- "The rebels threaten to seize civilian hostages"
- synonym:
- seize
2. Πάρτε ή συλλάβετε με τη βία
- "Οι τρομοκράτες κατέλαβαν τους πολιτικούς"
- "Οι αντάρτες απειλούν να αρπάξουν ομήρους πολίτες"
- συνώνυμο:
- αρπάζω
3. Take possession of by force, as after an invasion
- "The invaders seized the land and property of the inhabitants"
- "The army seized the town"
- "The militia captured the castle"
- synonym:
- appropriate ,
- capture ,
- seize ,
- conquer
3. Καταλάβετε με τη βία, όπως μετά από μια εισβολή
- "Οι εισβολείς άρπαξαν τη γη και την περιουσία των κατοίκων"
- "Ο στρατός κατέλαβε την πόλη"
- "Η πολιτοφυλακή κατέλαβε το κάστρο"
- συνώνυμο:
- κατάλληλος ,
- σύλληψη ,
- αρπάζω ,
- κατακτώ
4. Take temporary possession of as a security, by legal authority
- "The fbi seized the drugs"
- "The customs agents impounded the illegal shipment"
- "The police confiscated the stolen artwork"
- synonym:
- impound ,
- attach ,
- sequester ,
- confiscate ,
- seize
4. Πάρτε την προσωρινή κατοχή ως εγγύηση, από νομική αρχή
- "Το fbi κατέσχεσε τα ναρκωτικά"
- "Οι εκτελωνιστές κατέσχεσαν την παράνομη αποστολή"
- "Η αστυνομία κατάσχεσε το κλεμμένο έργο τέχνης"
- συνώνυμο:
- κατάσχω ,
- επισυνάπτω ,
- απομόνωση ,
- αρπάζω
5. Seize and take control without authority and possibly with force
- Take as one's right or possession
- "He assumed to himself the right to fill all positions in the town"
- "He usurped my rights"
- "She seized control of the throne after her husband died"
- synonym:
- assume ,
- usurp ,
- seize ,
- take over ,
- arrogate
5. Καταλάβετε και πάρτε τον έλεγχο χωρίς εξουσία και πιθανώς με βία
- Πάρτε ως δικαίωμα ή κατοχή κάποιου
- "Ανέλαβε στον εαυτό του το δικαίωμα να καλύψει όλες τις θέσεις στην πόλη"
- "Σφετερίστηκε τα δικαιώματά μου"
- "Κατέλαβε τον έλεγχο του θρόνου μετά τον θάνατο του συζύγου της"
- συνώνυμο:
- υποθέτω ,
- σφετεριστεί ,
- αρπάζω ,
- αναλαμβάνω ,
- αλαζονεύω
6. Hook by a pull on the line
- "Strike a fish"
- synonym:
- seize
6. Γάντζος από ένα τράβηγμα στη γραμμή
- "Χτύπα ένα ψάρι"
- συνώνυμο:
- αρπάζω
7. Affect
- "Fear seized the prisoners"
- "The patient was seized with unbearable pains"
- "He was seized with a dreadful disease"
- synonym:
- seize ,
- clutch ,
- get hold of
7. Επηρεάζω
- "Φόβος άρπαξε τους κρατούμενους"
- "Ο ασθενής καταλήφθηκε από αφόρητους πόνους"
- "Τον έπιασε μια τρομερή ασθένεια"
- συνώνυμο:
- αρπάζω ,
- συμπλέκτης ,
- πιάσε το
8. Capture the attention or imagination of
- "This story will grab you"
- "The movie seized my imagination"
- synonym:
- grab ,
- seize
8. Τραβήξτε την προσοχή ή τη φαντασία του
- "Αυτή η ιστορία θα σε αρπάξει"
- "Η ταινία άρπαξε τη φαντασία μου"
- συνώνυμο:
- αρπάζω
Examples of using
"Now, where's my freaking money?" "I don't have money; I spent all my money on dinner." "You will find money." "Or else what?" "I will seize your house!" "Shit!"
"Τώρα, πού είναι τα φρικτά μου λεφτά;" "Δεν έχω χρήματ ξόδεψα όλα μου τα χρήματα για δείπνο." "Θα βρεις λεφτά." "Ή αλλιώς τι;" "Θα αρπάξω το σπίτι σου!" "Σκατά!"
"Professor, what's happened?" - "Guys, my orange was trying to seize the world with his black... moustache!" - "You're crazy, right?" - "Right."
"Καθηγητά, τι έγινε?" - "Παιδιά, το πορτοκάλι μου προσπαθούσε να αρπάξει τον κόσμο με το μαύρο του... μουστάκι!" - "Είσαι τρελός, σωστά?" - "Σωστ."