Translation meaning & definition of the word "segregation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαχωρισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Segregation
[Διαχωρισμός]/sɛgrəgeʃən/
noun
1. (genetics) the separation of paired alleles during meiosis so that members of each pair of alleles appear in different gametes
- synonym:
- segregation
1. (γενετική) ο διαχωρισμός των ζευγαρωμένων αλληλόμορφων κατά τη διάρκεια της μείωσης, έτσι ώστε τα μέλη κάθε ζεύγους αλληλόμορφων εμφανίζονται
- συνώνυμο:
- διαχωρισμός
2. A social system that provides separate facilities for minority groups
- synonym:
- segregation ,
- separatism
2. Ένα κοινωνικό σύστημα που παρέχει ξεχωριστές εγκαταστάσεις για τις μειονοτικές ομάδες
- συνώνυμο:
- διαχωρισμός ,
- αποσχιστικότητα
3. The act of segregating or sequestering
- "Sequestration of the jury"
- synonym:
- segregation ,
- sequestration
3. Η πράξη του διαχωρισμού ή της αλληλουχίας
- "Ακολουθία της κριτικής επιτροπής"
- συνώνυμο:
- διαχωρισμός ,
- αλληλουχία