Translation meaning & definition of the word "segmentation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τμηματοποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Segmentation
[Τμηματοποίηση]/sɛgmənteʃən/
noun
1. (embryology) the repeated division of a fertilised ovum
- synonym:
- cleavage ,
- segmentation
1. (εμβρυολογία) η επαναλαμβανόμενη διαίρεση ενός γονιμοποιημένου ωαρίου
- συνώνυμο:
- διάσπαση ,
- τμηματοποίηση
2. The act of dividing or partitioning
- Separation by the creation of a boundary that divides or keeps apart
- synonym:
- division ,
- partition ,
- partitioning ,
- segmentation ,
- sectionalization ,
- sectionalisation
2. Η πράξη της διαίρεσης ή του διαχωρισμού
- Διαχωρισμός με τη δημιουργία ενός ορίου που διαιρεί ή διαχωρίζεται
- συνώνυμο:
- διαίρεση ,
- διαμέρισμα ,
- διαχωρισμός ,
- τμηματοποίηση