Translation meaning & definition of the word "seer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σπόρος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Seer
[Σπέερ]/sir/
noun
1. A person with unusual powers of foresight
- synonym:
- visionary ,
- illusionist ,
- seer
1. Ένα άτομο με ασυνήθιστες δυνάμεις πρόβλεψης
- συνώνυμο:
- οραματιστής ,
- ψευδαίσθησησ ,
- επιτίθεμαι
2. An observer who perceives visually
- "An incurable seer of movies"
- synonym:
- seer
2. Ένας παρατηρητής που αντιλαμβάνεται οπτικά
- "Ένας ανίατος θεριστής ταινιών"
- συνώνυμο:
- επιτίθεμαι
3. An authoritative person who divines the future
- synonym:
- prophet ,
- prophesier ,
- oracle ,
- seer ,
- vaticinator
3. Ένα έγκυρο άτομο που θεωρεί το μέλλον
- συνώνυμο:
- προφήτης ,
- προφητικόσ ,
- μαντείο ,
- επιτίθεμαι ,
- υποτιμητήσ