Translation meaning & definition of the word "seeking" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναζήτηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Seeking
[Αναζητώντασ]/sikɪŋ/
noun
1. The act of searching for something
- "A quest for diamonds"
- synonym:
- quest ,
- seeking
1. Η πράξη της αναζήτησης για κάτι
- "Μια αναζήτηση για τα διαμάντια"
- συνώνυμο:
- αναζήτηση ,
- αναζητώντας
2. An attempt to acquire or gain something
- synonym:
- seeking
2. Μια προσπάθεια να αποκτήσει ή να κερδίσει κάτι
- συνώνυμο:
- αναζητώντας
Examples of using
Believe those who are seeking the truth. Doubt those who find it.
Πιστέψτε αυτούς που αναζητούν την αλήθεια. Να αμφιβάλλεις για αυτούς που το βρίσκουν.
Ask, and it shall be given to you; seek, and ye shall find; knock, and it shall be opened to you; for every one who is asking doth receive, and he who is seeking doth find, and to him who is knocking it shall be opened.
Ρώτα, και θα σου δοθεί, αναζήτησε, και θα βρεις χτύπα, και θα σου ανοιχτεί, γιατί όποιος ζητάει να λάβει, θα λάβει, και αυτός που αναζητάει τον Θωρ βρει, και σε αυτόν που τον χτυπάει θα ανοίξει.
I've been seeking an answer to your question.
Ψάχνω μια απάντηση στην ερώτησή σας.