Translation meaning & definition of the word "seed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σπόρος" στην ελληνική γλώσσα
Seed
[Σπόρος]noun
1. A small hard fruit
- synonym:
- seed
1. Ένα μικρό σκληρό φρούτο
- συνώνυμο:
- σπόρος
2. A mature fertilized plant ovule consisting of an embryo and its food source and having a protective coat or testa
- synonym:
- seed
2. Ένα ώριμο γονιμοποιημένο ωάριο φυτού που αποτελείται από έμβρυο και πηγή τροφής και έχει προστατευτικό τρίχωμα ή τεστ
- συνώνυμο:
- σπόρος
3. One of the outstanding players in a tournament
- synonym:
- seeded player ,
- seed
3. Ένας από τους εξαιρετικούς παίκτες σε ένα τουρνουά
- συνώνυμο:
- παίκτης με σπόρους ,
- σπόρος
4. Anything that provides inspiration for later work
- synonym:
- source ,
- seed ,
- germ
4. Οτιδήποτε παρέχει έμπνευση για μεταγενέστερη εργασία
- συνώνυμο:
- πηγή ,
- σπόρος ,
- μικρόβιο
5. The thick white fluid containing spermatozoa that is ejaculated by the male genital tract
- synonym:
- semen ,
- seed ,
- seminal fluid ,
- ejaculate ,
- cum ,
- come
5. Το παχύ λευκό υγρό που περιέχει σπερματοζωάρια που εκσπερματώνεται από το αρσενικό γεννητικό σύστημα
- συνώνυμο:
- σπέρμα ,
- σπόρος ,
- σπερματικό υγρό ,
- εκσπερματώ ,
- χύνω ,
- ελάτε
verb
1. Go to seed
- Shed seeds
- "The dandelions went to seed"
- synonym:
- seed
1. Πηγαίνω στο σπόρο
- Ρίχνω σπόρους
- "Οι πικραλίδες πήγαν σε σπόρους"
- συνώνυμο:
- σπόρος
2. Help (an enterprise) in its early stages of development by providing seed money
- synonym:
- seed
2. Βοήθεια (ανή επιχείρηση) στα πρώτα στάδια της ανάπτυξης της με την παροχή χρημάτων σπόρων
- συνώνυμο:
- σπόρος
3. Bear seeds
- synonym:
- seed
3. Αποφέρω
- συνώνυμο:
- σπόρος
4. Place (seeds) in or on the ground for future growth
- "She sowed sunflower seeds"
- synonym:
- sow ,
- seed
4. Τοποθετήστε το (σπορό) μέσα ή στο έδαφος για μελλοντική ανάπτυξη
- "Σπέρνει ηλιόσπορους"
- συνώνυμο:
- σπέρνω ,
- σπόρος
5. Distribute (players or teams) so that outstanding teams or players will not meet in the early rounds
- synonym:
- seed
5. Διανείμετε ( παίκτες ή ομάδες) έτσι ώστε οι εξαιρετικές ομάδες ή οι παίκτες δεν θα συναντηθούν στους πρώτους γύρους
- συνώνυμο:
- σπόρος
6. Sprinkle with silver iodide particles to disperse and cause rain
- "Seed clouds"
- synonym:
- seed
6. Πασπαλίζουμε με σωματίδια ιωδιούχου αργύρου για να διαλυθούν και να προκαλέσουν βροχή
- "Σύννεφα σπόρων"
- συνώνυμο:
- σπόρος
7. Inoculate with microorganisms
- synonym:
- seed
7. Εμβολιαστείτε με μικροοργανισμούς
- συνώνυμο:
- σπόρος
8. Remove the seeds from
- "Seed grapes"
- synonym:
- seed
8. Αφαιρέστε τους σπόρους από
- "Σπόροι σταφυλιών"
- συνώνυμο:
- σπόρος