Translation meaning & definition of the word "see" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δείτε" στην ελληνική γλώσσα
See
[Δείτε]noun
1. The seat within a bishop's diocese where his cathedral is located
- synonym:
- see
1. Η έδρα μέσα στην επισκοπή ενός επισκόπου όπου βρίσκεται ο καθεδρικός ναός του
- συνώνυμο:
- βλέπω
verb
1. Perceive by sight or have the power to perceive by sight
- "You have to be a good observer to see all the details"
- "Can you see the bird in that tree?"
- "He is blind--he cannot see"
- synonym:
- see
1. Αντιληφθείτε με την όραση ή έχετε τη δύναμη να αντιληφθείτε με την όραση
- "Πρέπει να είσαι καλός παρατηρητής για να δεις όλες τις λεπτομέρειες"
- "Μπορείς να δεις το πουλί σε αυτό το δέντρο?"
- "Είναι τυφλός - δεν μπορεί να δει"
- συνώνυμο:
- βλέπω
2. Perceive (an idea or situation) mentally
- "Now i see!"
- "I just can't see your point"
- "Does she realize how important this decision is?"
- "I don't understand the idea"
- synonym:
- understand ,
- realize ,
- realise ,
- see
2. Αντιλαμβάνεστε την (ανή ιδέα ή κατάσταση) διανοητικά
- "Τώρα βλέπω!"
- "Απλά δεν μπορώ να δω το σημείο σου"
- "Συνειδητοποιεί πόσο σημαντική είναι αυτή η απόφαση?"
- "Δεν καταλαβαίνω την ιδέα"
- συνώνυμο:
- καταλαβαίνω ,
- συνειδητοποιώ ,
- βλέπω
3. Perceive or be contemporaneous with
- "We found republicans winning the offices"
- "You'll see a lot of cheating in this school"
- "The 1960's saw the rebellion of the younger generation against established traditions"
- "I want to see results"
- synonym:
- witness ,
- find ,
- see
3. Αντιλαμβάνεστε ή είστε συγχρόνοι με
- "Βρήκαμε ρεπουμπλικάνους να κερδίζουν τα γραφεία"
- "Θα δείτε πολλές εξαπατήσεις σε αυτό το σχολείο"
- "Η δεκαετία του 1960 είδε την εξέγερση της νεότερης γενιάς ενάντια στις καθιερωμένες παραδόσεις"
- "Θέλω να δω αποτελέσματα"
- συνώνυμο:
- μάρτυρας ,
- βρίσκω ,
- βλέπω
4. Imagine
- Conceive of
- See in one's mind
- "I can't see him on horseback!"
- "I can see what will happen"
- "I can see a risk in this strategy"
- synonym:
- visualize ,
- visualise ,
- envision ,
- project ,
- fancy ,
- see ,
- figure ,
- picture ,
- image
4. Φανταστείτε
- Συλλαμβάνω
- Δείτε στο μυαλό κάποιου
- "Δεν μπορώ να τον δω με άλογο!"
- "Μπορώ να δω τι θα συμβεί"
- "Μπορώ να δω έναν κίνδυνο σε αυτή τη στρατηγική"
- συνώνυμο:
- οραματίζομαι ,
- οραματιστείτε ,
- έργο ,
- φανταχτερός ,
- βλέπω ,
- σχήμα ,
- εικόνα
5. Deem to be
- "She views this quite differently from me"
- "I consider her to be shallow"
- "I don't see the situation quite as negatively as you do"
- synonym:
- see ,
- consider ,
- reckon ,
- view ,
- regard
5. Θεωρώ ότι είμαι
- "Το βλέπει αυτό εντελώς διαφορετικά από μένα"
- "Θεωρώ ότι είναι ρηχή"
- "Δεν βλέπω την κατάσταση τόσο αρνητικά όσο εσείς"
- συνώνυμο:
- βλέπω ,
- εξετάζω ,
- υπολογίζω ,
- προβολή ,
- αναφέρομαι
6. Get to know or become aware of, usually accidentally
- "I learned that she has two grown-up children"
- "I see that you have been promoted"
- synonym:
- learn ,
- hear ,
- get word ,
- get wind ,
- pick up ,
- find out ,
- get a line ,
- discover ,
- see
6. Γνωρίστε ή συνειδητοποιήστε, συνήθως κατά λάθος
- "Κατάλαβα ότι έχει δύο μεγάλα παιδιά"
- "Βλέπω ότι έχετε προωθηθεί"
- συνώνυμο:
- μαθαίνω ,
- ακούω ,
- λέξη ,
- παίρνω άνεμο ,
- παραλαμβάνω ,
- βρίσκω ,
- παίρνω γραμμή ,
- ανακαλύπτω ,
- βλέπω
7. See or watch
- "View a show on television"
- "This program will be seen all over the world"
- "View an exhibition"
- "Catch a show on broadway"
- "See a movie"
- synonym:
- watch ,
- view ,
- see ,
- catch ,
- take in
7. Δείτε ή παρακολουθήστε
- "Βλέπετε μια παράσταση στην τηλεόραση"
- "Αυτό το πρόγραμμα θα δει σε όλο τον κόσμο"
- "Δείτε μια έκθεση"
- "Δείτε μια παράσταση στο μπρόντγουεϊ"
- "Δείτε μια ταινία"
- συνώνυμο:
- ρολόι ,
- προβολή ,
- βλέπω ,
- αλιεύω ,
- παίρνω
8. Come together
- "I'll probably see you at the meeting"
- "How nice to see you again!"
- synonym:
- meet ,
- run into ,
- encounter ,
- run across ,
- come across ,
- see
8. Ελάτε μαζί
- "Θα σε δω στη συνάντηση"
- "Τι ωραίο που σε ξαναβλέπω!"
- συνώνυμο:
- συναντώ ,
- τρέχω ,
- συνάντηση ,
- τρέχω πέρα ,
- βλέπω
9. Find out, learn, or determine with certainty, usually by making an inquiry or other effort
- "I want to see whether she speaks french"
- "See whether it works"
- "Find out if he speaks russian"
- "Check whether the train leaves on time"
- synonym:
- determine ,
- check ,
- find out ,
- see ,
- ascertain ,
- watch ,
- learn
9. Μάθετε, μάθετε ή καθορίστε με βεβαιότητα, συνήθως κάνοντας μια έρευνα ή άλλη προσπάθεια
- "Θέλω να δω αν μιλάει γαλλικά"
- "Δείτε αν λειτουργεί"
- "Βρείτε αν μιλάει ρωσικά"
- "Ελέγξτε αν το τρένο φεύγει εγκαίρως"
- συνώνυμο:
- καθορίζω ,
- ελέγχω ,
- βρίσκω ,
- βλέπω ,
- διαπιστώνω ,
- ρολόι ,
- μαθαίνω
10. Be careful or certain to do something
- Make certain of something
- "He verified that the valves were closed"
- "See that the curtains are closed"
- "Control the quality of the product"
- synonym:
- see ,
- check ,
- insure ,
- see to it ,
- ensure ,
- control ,
- ascertain ,
- assure
10. Να είστε προσεκτικοί ή σίγουροι ότι θα κάνετε κάτι
- Βεβαιωθείτε για κάτι
- "Επαλήθευσε ότι οι βαλβίδες ήταν κλειστές"
- "Δείτε ότι οι κουρτίνες είναι κλειστές"
- "Ελέγξτε την ποιότητα του προϊόντος"
- συνώνυμο:
- βλέπω ,
- ελέγχω ,
- ασφαλίζω ,
- δείτε το ,
- διασφαλίζω ,
- έλεγχος ,
- διαπιστώνω ,
- βεβαιώ
11. Go to see for professional or business reasons
- "You should see a lawyer"
- "We had to see a psychiatrist"
- synonym:
- see
11. Πηγαίνετε να δείτε για επαγγελματικούς ή επαγγελματικούς λόγους
- "Θα πρέπει να δείτε έναν δικηγόρο"
- "Έπρεπε να δούμε ψυχίατρο"
- συνώνυμο:
- βλέπω
12. Go to see for a social visit
- "I went to see my friend mary the other day"
- synonym:
- see
12. Πηγαίνετε να δείτε για μια κοινωνική επίσκεψη
- "Πήγα να δω τη φίλη μου τη μαίρη τις προάλλες"
- συνώνυμο:
- βλέπω
13. Go to see a place, as for entertainment
- "We went to see the eiffel tower in the morning"
- synonym:
- visit ,
- see
13. Πηγαίνετε να δείτε ένα μέρος, όπως για την ψυχαγωγία
- "Πήγαμε να δούμε τον πύργο του άιφελ το πρωί"
- συνώνυμο:
- επίσκεψη ,
- βλέπω
14. Take charge of or deal with
- "Could you see about lunch?"
- "I must attend to this matter"
- "She took care of this business"
- synonym:
- attend ,
- take care ,
- look ,
- see
14. Αναλάβετε ή ασχοληθείτε με
- "Μπορείτε να δείτε για το μεσημεριανό γεύμα?"
- "Πρέπει να παρακολουθήσω αυτό το θέμα"
- "Φρόντισε για αυτή την επιχείρηση"
- συνώνυμο:
- παρακολουθώ ,
- προσέχω ,
- κοίτα ,
- βλέπω
15. Receive as a specified guest
- "The doctor will see you now"
- "The minister doesn't see anybody before noon"
- synonym:
- see
15. Λάβετε ως συγκεκριμένο επισκέπτη
- "Ο γιατρός θα σας δει τώρα"
- "Ο υπουργός δεν βλέπει κανέναν πριν το μεσημέρι"
- συνώνυμο:
- βλέπω
16. Date regularly
- Have a steady relationship with
- "Did you know that she is seeing an older man?"
- "He is dating his former wife again!"
- synonym:
- go steady ,
- go out ,
- date ,
- see
16. Ημερομηνία τακτικά
- Έχετε μια σταθερή σχέση με
- "Ξέρατε ότι βλέπει έναν ηλικιωμένο άνδρα?"
- "Βγαίνει με την πρώην σύζυγό του και πάλι!"
- συνώνυμο:
- πηγαίνω σταθερά ,
- βγαίνω έξω ,
- ημερομηνία ,
- βλέπω
17. See and understand, have a good eye
- "The artist must first learn to see"
- synonym:
- see
17. Δείτε και καταλάβετε, έχετε ένα καλό μάτι
- "Ο καλλιτέχνης πρέπει πρώτα να μάθει να βλέπει"
- συνώνυμο:
- βλέπω
18. Deliberate or decide
- "See whether you can come tomorrow"
- "Let's see--which movie should we see tonight?"
- synonym:
- see
18. Σκόπιμα ή αποφασίζουν
- "Δείτε αν μπορείτε να έρθετε αύριο"
- "Ας δούμε-ποια ταινία θα δούμε απόψε?"
- συνώνυμο:
- βλέπω
19. Observe as if with an eye
- "The camera saw the burglary and recorded it"
- synonym:
- see
19. Παρατηρήστε σαν με ένα μάτι
- "Η κάμερα είδε τη διάρρηξη και την κατέγραψε"
- συνώνυμο:
- βλέπω
20. Observe, check out, and look over carefully or inspect
- "The customs agent examined the baggage"
- "I must see your passport before you can enter the country"
- synonym:
- examine ,
- see
20. Παρατηρήστε, ελέγξτε έξω και κοιτάξτε προσεκτικά ή επιθεωρήστε
- "Ο τελωνειακός πράκτορας εξέτασε τις αποσκευές"
- "Πρέπει να δω το διαβατήριό σας πριν μπορέσετε να εισέλθετε στη χώρα"
- συνώνυμο:
- εξετάζω ,
- βλέπω
21. Go or live through
- "We had many trials to go through"
- "He saw action in viet nam"
- synonym:
- experience ,
- see ,
- go through
21. Πηγαίνετε ή ζήστε
- "Είχαμε πολλές δοκιμασίες να περάσουμε"
- "Είδε δράση στο βιετνάμ"
- συνώνυμο:
- εμπειρία ,
- βλέπω ,
- περνώ
22. Accompany or escort
- "I'll see you to the door"
- synonym:
- see ,
- escort
22. Συνοδεία ή συνοδεία
- "Θα σε δω στην πόρτα"
- συνώνυμο:
- βλέπω ,
- συνοδεία
23. Match or meet
- "I saw the bet of one of my fellow players"
- synonym:
- see
23. Ταιριάζω ή συναντώ
- "Είδα το στοίχημα ενός από τους συναδέλφους μου"
- συνώνυμο:
- βλέπω
24. Make sense of
- Assign a meaning to
- "What message do you see in this letter?"
- "How do you interpret his behavior?"
- synonym:
- interpret ,
- construe ,
- see
24. Αποκτώ νόημα
- Αναθέτω ένα νόημα σε
- "Τι μήνυμα βλέπετε σε αυτό το γράμμα?"
- "Πώς ερμηνεύετε τη συμπεριφορά του?"
- συνώνυμο:
- ερμηνεύω ,
- βλέπω