Translation meaning & definition of the word "seduction" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δημοπρασία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Seduction
[Αποπλάνηση]/sɪdəkʃən/
noun
1. Enticing someone astray from right behavior
- synonym:
- seduction
1. Παρασύροντας κάποιον να παραστρατήσει από τη σωστή συμπεριφορά
- συνώνυμο:
- αποπλάνηση
2. An act of winning the love or sexual favor of someone
- synonym:
- seduction ,
- conquest
2. Μια πράξη να κερδίσει την αγάπη ή τη σεξουαλική εύνοια κάποιου
- συνώνυμο:
- αποπλάνηση ,
- κατάκτηση