Translation meaning & definition of the word "sedan" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καραμενά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sedan
[Σεντάν]/sədæn/
noun
1. A car that is closed and that has front and rear seats and two or four doors
- synonym:
- sedan ,
- saloon
1. Ένα αυτοκίνητο που είναι κλειστό και έχει εμπρός και πίσω καθίσματα και δύο ή τέσσερις πόρτες
- συνώνυμο:
- σεντάν ,
- σαλόνι
2. A closed litter for one passenger
- synonym:
- sedan ,
- sedan chair
2. Κλειστά απορρίμματα για έναν επιβάτη
- συνώνυμο:
- σεντάν ,
- καρέκλα σεντάν