Translation meaning & definition of the word "security" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ασφάλεια" στην ελληνική γλώσσα
Security
[Ασφάλεια]noun
1. The state of being free from danger or injury
- "We support the armed services in the name of national security"
- synonym:
- security
1. Η κατάσταση της απαλλαγής από τον κίνδυνο ή τον τραυματισμό
- "Υποστηρίζουμε τις ένοπλες υπηρεσίες στο όνομα της εθνικής ασφάλειας"
- συνώνυμο:
- ασφάλεια
2. Defense against financial failure
- Financial independence
- "His pension gave him security in his old age"
- "Insurance provided protection against loss of wages due to illness"
- synonym:
- security ,
- protection
2. Άμυνα ενάντια στην οικονομική αποτυχία
- Οικονομική ανεξαρτησία
- "Η σύνταξή του του έδωσε ασφάλεια στα γηρατειά του"
- "Η ασφάλιση παρείχε προστασία από την απώλεια μισθών λόγω ασθένειας"
- συνώνυμο:
- ασφάλεια ,
- προστασία
3. Freedom from anxiety or fear
- "The watch dog gave her a feeling of security"
- synonym:
- security
3. Ελευθερία από το άγχος ή το φόβο
- "Ο σκύλος του ρολογιού της έδωσε μια αίσθηση ασφάλειας"
- συνώνυμο:
- ασφάλεια
4. A formal declaration that documents a fact of relevance to finance and investment
- The holder has a right to receive interest or dividends
- "He held several valuable securities"
- synonym:
- security ,
- certificate
4. Επίσημη δήλωση ότι τεκμηριώνει ένα γεγονός σχετικό με τη χρηματοδότηση και τις επενδύσεις
- Ο κάτοχος έχει το δικαίωμα να λαμβάνει τόκους ή μερίσματα
- "Είχε πολλούς πολύτιμους τίτλους"
- συνώνυμο:
- ασφάλεια ,
- πιστοποιητικό
5. Property that your creditor can claim in case you default on your obligation
- "Bankers are reluctant to lend without good security"
- synonym:
- security ,
- surety
5. Ιδιότητα που ο πιστωτής σας μπορεί να διεκδικήσει σε περίπτωση που προεπιλέξετε την υποχρέωσή σας
- "Οι τραπεζίτες διστάζουν να δανείσουν χωρίς καλή ασφάλεια"
- συνώνυμο:
- ασφάλεια
6. A department responsible for the security of the institution's property and workers
- "The head of security was a former policeman"
- synonym:
- security ,
- security department
6. Ένα τμήμα αρμόδιο για την ασφάλεια της περιουσίας και των εργαζομένων του ιδρύματος
- "Ο επικεφαλής της ασφάλειας ήταν ένας πρώην αστυνομικός"
- συνώνυμο:
- ασφάλεια ,
- τμήμα ασφαλείας
7. A guarantee that an obligation will be met
- synonym:
- security ,
- surety
7. Εγγύηση ότι θα εκπληρωθεί η υποχρέωση
- συνώνυμο:
- ασφάλεια
8. An electrical device that sets off an alarm when someone tries to break in
- synonym:
- security system ,
- security measure ,
- security
8. Μια ηλεκτρική συσκευή που ξεκινά ένα συναγερμό όταν κάποιος προσπαθεί να σπάσει μέσα
- συνώνυμο:
- σύστημα ασφαλείας ,
- μέτρο ασφαλείας ,
- ασφάλεια
9. Measures taken as a precaution against theft or espionage or sabotage etc.
- "Military security has been stepped up since the recent uprising"
- synonym:
- security ,
- security measures
9. Μέτρα που λαμβάνονται ως προφύλαξη κατά της κλοπής ή της κατασκοπείας ή του σαμποτάζ κλπ.
- "Η στρατιωτική ασφάλεια έχει ενταθεί μετά την πρόσφατη εξέγερση"
- συνώνυμο:
- ασφάλεια ,
- μέτρα ασφαλείας