Translation meaning & definition of the word "securely" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ασφαλώς" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Securely
[Ασφαλέσ]/sɪkjʊrli/
adverb
1. In a secure manner
- In a manner free from danger
- "She held the child securely"
- synonym:
- securely ,
- firmly
1. Με ασφαλή τρόπο
- Κατά τρόπο απαλλαγμένο από τον κίνδυνο
- "Κρατούσε το παιδί με ασφάλεια"
- συνώνυμο:
- ασφαλής ,
- σταθερά
2. In a confident and unselfconscious manner
- "He acts very securely in front of the camera"
- synonym:
- securely
2. Με αυτοπεποίθηση και ασυνείδητο τρόπο
- "Ενεργεί με ασφάλεια μπροστά από την κάμερα"
- συνώνυμο:
- ασφαλής
3. In a manner free from fear or risk
- "The outcome of expansion in the sixties and seventies will be an academic hierarchy securely supported by scholastic selection"
- synonym:
- securely
3. Με τρόπο απαλλαγμένο από φόβο ή κίνδυνο
- "Το αποτέλεσμα της επέκτασης στη δεκαετία του εξήντα και του εβδομήντα θα είναι μια ακαδημαϊκή ιεραρχία που υποστηρίζει"
- συνώνυμο:
- ασφαλής
4. In an invulnerable manner
- "The agreed line was to involve at several points the withdrawal of french troops from positions which they had quite securely held"
- synonym:
- securely
4. Με άτρωτο τρόπο
- "Η συμφωνηθείσα γραμμή ήταν να συμπεριληφθεί σε αρκετά σημεία η απόσυρση των γαλλικών στρατευμάτων από θέσεις που είχαν κρατήσει"
- συνώνυμο:
- ασφαλής
Examples of using
Tom knotted the rope securely.
Ο Τομ έσκυψε το σχοινί με ασφάλεια.