Translation meaning & definition of the word "secular" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κοσμική" στην ελληνική γλώσσα
Secular
[Κοσμική]noun
1. Someone who is not a clergyman or a professional person
- synonym:
- layman ,
- layperson ,
- secular
1. Κάποιος που δεν είναι κληρικός ή επαγγελματίας
- συνώνυμο:
- λαϊκός ,
- κοσμικόΣ
adjective
1. Of or relating to the doctrine that rejects religion and religious considerations
- synonym:
- secular
1. Από ή σχετίζονται με το δόγμα που απορρίπτει τη θρησκεία και τις θρησκευτικές εκτιμήσεις
- συνώνυμο:
- κοσμικόΣ
2. Characteristic of or devoted to the temporal world as opposed to the spiritual world
- "Worldly goods and advancement"
- "Temporal possessions of the church"
- synonym:
- worldly ,
- secular ,
- temporal
2. Χαρακτηριστικό ή αφιερωμένο στον προσωρινό κόσμο σε αντίθεση με τον πνευματικό κόσμο
- "Εγκόσμια αγαθά και πρόοδος"
- "Χρονικά αποκτήματα της εκκλησίας"
- συνώνυμο:
- κοσμικός ,
- χρονικός
3. Not concerned with or devoted to religion
- "Sacred and profane music"
- "Secular drama"
- "Secular architecture", "children being brought up in an entirely profane environment"
- synonym:
- profane ,
- secular
3. Δεν ασχολείται ή δεν αφιερώνεται στη θρησκεία
- "Ιερή και βέβηλη μουσική"
- "Κοσμικό δράμα"
- "Κοσμική αρχιτεκτονική", "παιδιά που μεγαλώνουν σε ένα εντελώς βέβηλο περιβάλλον"
- συνώνυμο:
- βέβηλοσ ,
- κοσμικόΣ
4. Of or relating to clergy not bound by monastic vows
- "The secular clergy"
- synonym:
- secular
4. Από ή σχετίζονται με κληρικούς που δεν δεσμεύονται από μοναστικούς όρκους
- "Ο κοσμικός κλήρος"
- συνώνυμο:
- κοσμικόΣ
5. Characteristic of those who are not members of the clergy
- "Set his collar in laic rather than clerical position"
- "The lay ministry"
- synonym:
- laic ,
- lay ,
- secular
5. Χαρακτηριστικό αυτών που δεν είναι μέλη του κλήρου
- "Τοποθέτησε το κολάρο του σε λάικ και όχι σε κληρική θέση"
- "Το λαϊκό υπουργείο"
- συνώνυμο:
- λάικ ,
- βάζω ,
- κοσμικόΣ