Translation meaning & definition of the word "sector" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τομέας" στην ελληνική γλώσσα
Sector
[Τομέας]noun
1. A plane figure bounded by two radii and the included arc of a circle
- synonym:
- sector
1. Ένα σχήμα αεροπλάνου που οριοθετείται από δύο ακτίνες και το περιλαμβανόμενο τόξο ενός κύκλου
- συνώνυμο:
- τομέας
2. A social group that forms part of the society or the economy
- "The public sector"
- synonym:
- sector
2. Μια κοινωνική ομάδα που αποτελεί μέρος της κοινωνίας ή της οικονομίας
- "Δημόσιος τομέας"
- συνώνυμο:
- τομέας
3. A particular aspect of life or activity
- "He was helpless in an important sector of his life"
- synonym:
- sector ,
- sphere
3. Μια συγκεκριμένη πτυχή της ζωής ή της δραστηριότητας
- "Ήταν αβοήθητος σε ένα σημαντικό τομέα της ζωής του"
- συνώνυμο:
- τομέας ,
- σφαίρα
4. The minimum track length that can be assigned to store information
- Unless otherwise specified a sector of data consists of 512 bytes
- synonym:
- sector
4. Το ελάχιστο μήκος διαδρομής που μπορεί να ανατεθεί για την αποθήκευση πληροφοριών
- Εκτός αν ορίζεται διαφορετικά ένας τομέας δεδομένων αποτελείται από 512 ψηφιολέξεις
- συνώνυμο:
- τομέας
5. A portion of a military position
- synonym:
- sector
5. Ένα μέρος μιας στρατιωτικής θέσης
- συνώνυμο:
- τομέας
6. Measuring instrument consisting of two graduated arms hinged at one end
- synonym:
- sector
6. Όργανο μέτρησης που αποτελείται από δύο διαβαθμισμένους βραχίονες αρθρωμένους στο ένα άκρο
- συνώνυμο:
- τομέας