Translation meaning & definition of the word "section" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τμήμα" στην ελληνική γλώσσα
Section
[Τμήμα]noun
1. A self-contained part of a larger composition (written or musical)
- "He always turns first to the business section"
- "The history of this work is discussed in the next section"
- synonym:
- section ,
- subdivision
1. Ένα αυτόνομο μέρος μιας μεγαλύτερης σύνθεσης ( ή μουσικό)
- "Γυρίζει πάντα πρώτα στο επιχειρηματικό τμήμα"
- "Η ιστορία αυτής της εργασίας συζητείται στην επόμενη ενότητα"
- συνώνυμο:
- τμήμα ,
- υποδιαίρεση
2. A very thin slice (of tissue or mineral or other substance) for examination under a microscope
- "Sections from the left ventricle showed diseased tissue"
- synonym:
- section
2. Μια πολύ λεπτή φέτα ( του ιστού ή του ορυκτού ή άλλης ουσίας) για εξέταση κάτω από ένα μικροσκόπιο
- "Οι διασταυρώσεις από την αριστερή κοιλία έδειξαν ασθενή ιστό"
- συνώνυμο:
- τμήμα
3. A distinct region or subdivision of a territorial or political area or community or group of people
- "No section of the nation is more ardent than the south"
- "There are three synagogues in the jewish section"
- synonym:
- section
3. Μια ξεχωριστή περιοχή ή υποδιαίρεση μιας εδαφικής ή πολιτικής περιοχής ή κοινότητας ή ομάδας ανθρώπων
- "Κανένα τμήμα του έθνους δεν είναι πιο ένθερμο από το νότο"
- "Υπάρχουν τρεις συναγωγές στο εβραϊκό τμήμα"
- συνώνυμο:
- τμήμα
4. One of several parts or pieces that fit with others to constitute a whole object
- "A section of a fishing rod"
- "Metal sections were used below ground"
- "Finished the final segment of the road"
- synonym:
- section ,
- segment
4. Ένα από τα πολλά μέρη ή κομμάτια που ταιριάζουν με άλλα για να αποτελέσουν ένα ολόκληρο αντικείμενο
- "Ένα τμήμα μιας ράβδου αλιείας"
- "Τα τμήματα μετάλλων χρησιμοποιήθηκαν κάτω από το έδαφος"
- "Τελείωσε το τελικό τμήμα του δρόμου"
- συνώνυμο:
- τμήμα
5. A small team of policemen working as part of a police platoon
- synonym:
- section
5. Μια μικρή ομάδα αστυνομικών που εργάζονται ως μέρος μιας αστυνομικής διμοιρίας
- συνώνυμο:
- τμήμα
6. One of the portions into which something is regarded as divided and which together constitute a whole
- "The written part of the exam"
- "The finance section of the company"
- "The bbc's engineering division"
- synonym:
- part ,
- section ,
- division
6. Ένα από τα τμήματα στα οποία κάτι θεωρείται διαιρεμένο και τα οποία μαζί αποτελούν ένα σύνολο
- "Το γραπτό μέρος των εξετάσεων"
- "Το χρηματοπιστωτικό τμήμα της εταιρείας"
- "Το τμήμα μηχανικής της βπκ"
- συνώνυμο:
- μέρος ,
- τμήμα ,
- διαίρεση
7. A land unit equal to 1 square mile
- synonym:
- section
7. Μια χερσαία μονάδα ίση με 1 τετραγωνικό μίλι
- συνώνυμο:
- τμήμα
8. (geometry) the area created by a plane cutting through a solid
- synonym:
- section ,
- plane section
8. (γεωμετρία) η περιοχή που δημιουργήθηκε από ένα επίπεδο που κόβει μέσα από ένα στερεό
- συνώνυμο:
- τμήμα ,
- τμήμα αεροπλάνου
9. A small class of students who are part of a larger course but are taught separately
- "A graduate student taught sections for the professor's lecture course"
- synonym:
- section ,
- discussion section
9. Μια μικρή κατηγορία φοιτητών που αποτελούν μέρος ενός μεγαλύτερου μαθήματος, αλλά διδάσκονται ξεχωριστά
- "Ένας μεταπτυχιακός φοιτητής δίδαξε τμήματα για το μάθημα διάλεξης του καθηγητή"
- συνώνυμο:
- τμήμα ,
- τμήμα συζήτησης
10. A division of an orchestra containing all instruments of the same class
- synonym:
- section
10. Μια διαίρεση ορχήστρας που περιέχει όλα τα όργανα της ίδιας τάξης
- συνώνυμο:
- τμήμα
11. A small army unit usually having a special function
- synonym:
- section
11. Μια μικρή μονάδα στρατού συνήθως έχει μια ειδική λειτουργία
- συνώνυμο:
- τμήμα
12. A specialized division of a large organization
- "You'll find it in the hardware department"
- "She got a job in the historical section of the treasury"
- synonym:
- department ,
- section
12. Εξειδικευμένος διαχωρισμός μεγάλου οργανισμού
- "Θα το βρείτε στο τμήμα υλικού"
- "Πήρε δουλειά στο ιστορικό τμήμα του υπουργείου οικονομικών"
- συνώνυμο:
- τμήμα
13. A segment of a citrus fruit
- "He ate a section of the orange"
- synonym:
- section
13. Ένα τμήμα ενός εσπεριδοειδούς φρούτου
- "Έφαγε ένα τμήμα του πορτοκαλιού"
- συνώνυμο:
- τμήμα
14. The cutting of or into body tissues or organs (especially by a surgeon as part of an operation)
- synonym:
- incision ,
- section ,
- surgical incision
14. Η κοπή ή στους ιστούς ή τα όργανα του σώματος (ειδικά από έναν χειρουργό ως μέρος μιας εγχείρησης)
- συνώνυμο:
- τομή ,
- τμήμα ,
- χειρουργική τομή
verb
1. Divide into segments
- "Segment an orange"
- "Segment a compound word"
- synonym:
- segment ,
- section
1. Χωρίζω σε τμήματα
- "Τμήμα ένα πορτοκάλι"
- "Τμήμα μια σύνθετη λέξη"
- συνώνυμο:
- τμήμα