Translation meaning & definition of the word "secrete" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εκκρίνεται" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Secrete
[Κρυμμένο]/sɪkrit/
verb
1. Generate and separate from cells or bodily fluids
- "Secrete digestive juices"
- "Release a hormone into the blood stream"
- synonym:
- secrete ,
- release
1. Παράγετε και διαχωρίζετε από τα κύτταρα ή τα σωματικά υγρά
- "Εκκρίνουν πεπτικούς χυμούς"
- "Απελευθερώστε μια ορμόνη στην κυκλοφορία του αίματος"
- συνώνυμο:
- εκκρίνω ,
- απελευθέρωση
2. Place out of sight
- Keep secret
- "The money was secreted from his children"
- synonym:
- secrete
2. Τοποθετώ εκτός προβολής
- Κρατώ μυστικό
- "Τα χρήματα απομακρύνθηκαν από τα παιδιά του"
- συνώνυμο:
- εκκρίνω