Translation meaning & definition of the word "secrecy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μυστικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Secrecy
[Μυστικότητα]/sikrəsi/
noun
1. The trait of keeping things secret
- synonym:
- secrecy ,
- secretiveness ,
- silence
1. Το χαρακτηριστικό της διατήρησης των πραγμάτων μυστικά
- συνώνυμο:
- μυστικότητα ,
- σιωπή
2. The condition of being concealed or hidden
- synonym:
- privacy ,
- privateness ,
- secrecy ,
- concealment
2. Η κατάσταση του να είσαι κρυμμένος ή κρυμμένος
- συνώνυμο:
- απόρρητο ,
- ιδιωτικότητα ,
- μυστικότητα ,
- απόκρυψη