Translation meaning & definition of the word "second" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δεύτερος" στην ελληνική γλώσσα
Second
[Δεύτερο]noun
1. 1/60 of a minute
- The basic unit of time adopted under the systeme international d'unites
- synonym:
- second ,
- sec ,
- s
1. 1/60 του λεπτού
- Η βασική μονάδα του χρόνου που υιοθετήθηκε από τη διεθνή συστηματική ένωση
- συνώνυμο:
- δεύτερος ,
- δευτερόλεπτο ,
- σ
2. An indefinitely short time
- "Wait just a moment"
- "In a mo"
- "It only takes a minute"
- "In just a bit"
- synonym:
- moment ,
- mo ,
- minute ,
- second ,
- bit
2. Επ' αόριστον σύντομο χρονικό διάστημα
- "Περιμένετε μόνο μια στιγμή"
- "Σε μια τζ"
- "Χρειάζεται μόνο ένα λεπτό"
- "Σε λίγο"
- συνώνυμο:
- στιγμή ,
- μο ,
- λεπτό ,
- δεύτερος ,
- λίγο
3. The fielding position of the player on a baseball team who is stationed near the second of the bases in the infield
- synonym:
- second base ,
- second
3. Η θέση του παίκτη σε μια ομάδα του μπέιζμπολ που σταθμεύει κοντά στη δεύτερη από τις βάσεις στο παρασκήνιο
- συνώνυμο:
- δεύτερη βάση ,
- δεύτερος
4. A particular point in time
- "The moment he arrived the party began"
- synonym:
- moment ,
- minute ,
- second ,
- instant
4. Ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο
- "Τη στιγμή που έφτασε το πάρτι ξεκίνησε"
- συνώνυμο:
- στιγμή ,
- λεπτό ,
- δεύτερος ,
- άμεση
5. Following the first in an ordering or series
- "He came in a close second"
- synonym:
- second
5. Ακολουθώντας το πρώτο σε μια παραγγελία ή σειρά
- "Ήλθε σε δευτερόλεπτο κοντά"
- συνώνυμο:
- δεύτερος
6. A 60th part of a minute of arc
- "The treasure is 2 minutes and 45 seconds south of here"
- synonym:
- second ,
- arcsecond
6. Ένα 60ο μέρος ενός λεπτού τόξου
- "Ο θησαυρός είναι 2 λεπτά και 45 δευτερόλεπτα νότια από εδώ"
- συνώνυμο:
- δεύτερος ,
- δευτερεύον
7. The official attendant of a contestant in a duel or boxing match
- synonym:
- second
7. Ο επίσημος συνοδός ενός διαγωνιζόμενου σε αγώνα μονομαχίας ή πυγμαχίας
- συνώνυμο:
- δεύτερος
8. A speech seconding a motion
- "Do i hear a second?"
- synonym:
- second ,
- secondment ,
- endorsement ,
- indorsement
8. Μια ομιλία που αποσπά μια κίνηση
- "Ακούω δεύτερο λεπτό?"
- συνώνυμο:
- δεύτερος ,
- απόσπαση ,
- επικύρωση ,
- αποδοκιμασία
9. The gear that has the second lowest forward gear ratio in the gear box of a motor vehicle
- "He had to shift down into second to make the hill"
- synonym:
- second gear ,
- second
9. Το εργαλείο που έχει τη δεύτερη χαμηλότερη προς τα εμπρός αναλογία εργαλείων στο κιβώτιο εργαλείων ενός μηχανοκίνητου οχήματος
- "Έπρεπε να μετακινηθεί προς τα κάτω στη δεύτερη για να κάνει το λόφο"
- συνώνυμο:
- δεύτερος εξοπλισμός ,
- δεύτερος
10. Merchandise that has imperfections
- Usually sold at a reduced price without the brand name
- synonym:
- irregular ,
- second
10. Εμπορεύματα που έχουν ατέλειες
- Συνήθως πωλείται σε μειωμένη τιμή χωρίς το εμπορικό σήμα
- συνώνυμο:
- ακανόνιστοσ ,
- δεύτερος
verb
1. Give support or one's approval to
- "I'll second that motion"
- "I can't back this plan"
- "Endorse a new project"
- synonym:
- second ,
- back ,
- endorse ,
- indorse
1. Δώστε υποστήριξη ή έγκριση κάποιου
- "Θα δευτερευτώ αυτή την κίνηση"
- "Δεν μπορώ να υποστηρίξω αυτό το σχέδιο"
- "Τύψεις για ένα νέο έργο"
- συνώνυμο:
- δεύτερος ,
- πίσω ,
- εγκρίνω ,
- απεχθάνομαι
2. Transfer an employee to a different, temporary assignment
- "The officer was seconded for duty overseas"
- synonym:
- second
2. Μεταφέρετε έναν υπάλληλο σε μια διαφορετική, προσωρινή ανάθεση
- "Ο αξιωματικός αποσπάστηκε για υπηρεσία στο εξωτερικό"
- συνώνυμο:
- δεύτερος
adjective
1. Coming next after the first in position in space or time or degree or magnitude
- synonym:
- second ,
- 2nd ,
- 2d
1. Επόμενη μετά την πρώτη θέση στο χώρο ή το χρόνο ή το βαθμό ή το μέγεθος
- συνώνυμο:
- δεύτερος ,
- 2ος ,
- 2δ
2. A part or voice or instrument or orchestra section lower in pitch than or subordinate to the first
- "Second flute"
- "The second violins"
- synonym:
- second
2. Ένα μέρος ή φωνή ή όργανο ή ορχήστρα τμήμα χαμηλότερα στο γήπεδο από ό, τι ή υποτάσσονται στο πρώτο
- "Δεύτερο φλάουτο"
- "Τα δεύτερα βιολιά"
- συνώνυμο:
- δεύτερος
adverb
1. In the second place
- "Second, we must consider the economy"
- synonym:
- second ,
- secondly
1. Στη δεύτερη θέση
- "Δεύτερον, πρέπει να εξετάσουμε την οικονομία"
- συνώνυμο:
- δεύτερος ,
- δεύτερον