Translation meaning & definition of the word "seclusion" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμπερίληψη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Seclusion
[Απομόνωση]/sɪkluʒən/
noun
1. The quality of being secluded from the presence or view of others
- synonym:
- privacy ,
- privateness ,
- seclusion
1. Η ποιότητα της απομόνωσης από την παρουσία ή την άποψη των άλλων
- συνώνυμο:
- απόρρητο ,
- ιδιωτικότητα ,
- απομόνωση
2. The act of secluding yourself from others
- synonym:
- seclusion
2. Η πράξη της απομόνωσης του εαυτού σας από τους άλλους
- συνώνυμο:
- απομόνωση