Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "secluded" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποσπασμένη" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Secluded

[Απομονωμένο]
/sɪkludɪd/

adjective

1. Hidden from general view or use

  • "A privy place to rest and think"
  • "A secluded romantic spot"
  • "A secret garden"
    synonym:
  • privy
  • ,
  • secluded
  • ,
  • secret

1. Κρυμμένο από γενική άποψη ή χρήση

  • "Ένα μέρος για να ξεκουραστείς και να σκεφτείς"
  • "Ένα απομονωμένο ρομαντικό σημείο"
  • "Μυστικός κήπος"
    συνώνυμο:
  • προνόμιο
  • ,
  • απομονωμένος
  • ,
  • μυστικό

2. Providing privacy or seclusion

  • "The cloistered academic world of books"
  • "Sat close together in the sequestered pergola"
  • "Sitting under the reclusive calm of a shade tree"
  • "A secluded romantic spot"
    synonym:
  • cloistered
  • ,
  • reclusive
  • ,
  • secluded
  • ,
  • sequestered

2. Παροχή ιδιωτικότητας ή απομόνωσης

  • "Ο μοναδικός ακαδημαϊκός κόσμος των βιβλίων"
  • "Καθίστε κοντά στην ακολουθούμενη πέργκολα"
  • "Κάθεται κάτω από την απομονωμένη ηρεμία ενός δέντρου σκιάς"
  • "Ένα απομονωμένο ρομαντικό σημείο"
    συνώνυμο:
  • κλειστόσ
  • ,
  • απομονωμένοσ
  • ,
  • απομονωμένος
  • ,
  • ακολουθήσει

Examples of using

Tom used his secluded cabin in the woods as a getaway from his hectic life as a company director.
Ο Τομ χρησιμοποίησε την απομονωμένη καμπίνα του στο δάσος ως μια απόδραση από την ταραχώδη ζωή του ως σκηνοθέτης της εταιρείας.