Translation meaning & definition of the word "seclude" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποκρυπτογράφηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Seclude
[Απομονώνω]/səklud/
verb
1. Keep away from others
- "He sequestered himself in his study to write a book"
- synonym:
- seclude ,
- sequester ,
- sequestrate ,
- withdraw
1. Κρατήστε μακριά από τους άλλους
- "Ακολούθησε τον εαυτό του στη μελέτη του για να γράψει ένα βιβλίο"
- συνώνυμο:
- απομονώνω ,
- απομονωτήσ ,
- αποσύρω