Translation meaning & definition of the word "sec" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δευτερόλεπτο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sec
[Στ]/sɛk/
noun
1. 1/60 of a minute
- The basic unit of time adopted under the systeme international d'unites
- synonym:
- second ,
- sec ,
- s
1. 1/60 του λεπτού
- Η βασική μονάδα του χρόνου που υιοθετήθηκε από τη διεθνή συστηματική ένωση
- συνώνυμο:
- δεύτερος ,
- δευτερόλεπτο ,
- σ
2. Ratio of the hypotenuse to the adjacent side of a right-angled triangle
- synonym:
- secant ,
- sec
2. Αναλογία της υποτείνουσας προς την παρακείμενη πλευρά ενός δεξιού τριγώνου
- συνώνυμο:
- απομονωμένοσ ,
- δευτερόλεπτο
3. An independent federal agency that oversees the exchange of securities to protect investors
- synonym:
- Securities and Exchange Commission ,
- SEC
3. Μια ανεξάρτητη ομοσπονδιακή υπηρεσία που επιβλέπει την ανταλλαγή τίτλων για την προστασία των επενδυτών
- συνώνυμο:
- Επιτροπή Κινητών Αξιών και Ανταλλαγών ,
- ΚΟΣΜΉ
adjective
1. (of champagne) moderately dry
- synonym:
- sec ,
- unsweet
1. ( της σαμπάνιας) μέτρια ξηρά
- συνώνυμο:
- δευτερόλεπτο ,
- μη γλυκόπικρη
Examples of using
I'll be there in a sec.
Θα είμαι εκεί σε ένα δευτερόλεπτο.
I'll be there in a sec.
Θα είμαι εκεί σε ένα δευτερόλεπτο.