Translation meaning & definition of the word "seaweed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φύκια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Seaweed
[Φύκια]/siwid/
noun
1. Plant growing in the sea, especially marine algae
- synonym:
- seaweed
1. Φυτά που αναπτύσσονται στη θάλασσα, ιδιαίτερα τα θαλάσσια φύκη
- συνώνυμο:
- φύκια