Translation meaning & definition of the word "seat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "κάθισμα" στην ελληνική γλώσσα
Seat
[Κάθισμα]noun
1. A space reserved for sitting (as in a theater or on a train or airplane)
- "He booked their seats in advance"
- "He sat in someone else's place"
- synonym:
- seat ,
- place
1. Ένας χώρος που προορίζεται για καθιστή θέση (ας σε ένα θέατρο ή σε ένα τρένο ή αεροπορικό)
- "Κλείσατε τις θέσεις τους εκ των προτέρων"
- "Καθόταν στη θέση κάποιου άλλου"
- συνώνυμο:
- κάθισμα ,
- τοποθετώ
2. The fleshy part of the human body that you sit on
- "He deserves a good kick in the butt"
- "Are you going to sit on your fanny and do nothing?"
- synonym:
- buttocks ,
- nates ,
- arse ,
- butt ,
- backside ,
- bum ,
- buns ,
- can ,
- fundament ,
- hindquarters ,
- hind end ,
- keister ,
- posterior ,
- prat ,
- rear ,
- rear end ,
- rump ,
- stern ,
- seat ,
- tail ,
- tail end ,
- tooshie ,
- tush ,
- bottom ,
- behind ,
- derriere ,
- fanny ,
- ass
2. Το σαρκώδες μέρος του ανθρώπινου σώματος που κάθεστε
- "Αξίζει ένα καλό λάκτισμα στο άκρο"
- "Πρόκειται να καθίσετε στη φανή σας και να μην κάνετε τίποτα?"
- συνώνυμο:
- γλουτοί ,
- νάτεσ ,
- άρεσ ,
- πισινός ,
- πίσω ,
- ανατροπή ,
- ψωμάκια ,
- μπορώ ,
- βασικόσ ,
- οπίσθια ,
- πίσω μέρος ,
- κέιστρο ,
- οπισθοχώρων ,
- πρατ ,
- πίσω άκρο ,
- παλιοβολώ ,
- στερν ,
- κάθισμα ,
- ουρά ,
- τελείωμα ,
- τουσί ,
- τουαλέτα ,
- κάτω ,
- ντέρι ,
- φάντα ,
- κώλοσ
3. Furniture that is designed for sitting on
- "There were not enough seats for all the guests"
- synonym:
- seat
3. Έπιπλα που έχουν σχεδιαστεί για να κάθονται
- "Δεν υπήρχαν αρκετά καθίσματα για όλους τους επισκέπτες"
- συνώνυμο:
- κάθισμα
4. Any support where you can sit (especially the part of a chair or bench etc. on which you sit)
- "He dusted off the seat before sitting down"
- synonym:
- seat
4. Οποιαδήποτε υποστήριξη όπου μπορείτε να καθίσετε (ειδικά το τμήμα μιας καρέκλας ή πάγκου κλπ. στο οποίο κάθεστε)
- "Ξεσκόνισε το κάθισμα πριν καθίσει"
- συνώνυμο:
- κάθισμα
5. A center of authority (as a city from which authority is exercised)
- synonym:
- seat
5. Κέντρο εξουσίας (ας πόλης από την οποία ασκείται η εξουσία)
- συνώνυμο:
- κάθισμα
6. The location (metaphorically speaking) where something is based
- "The brain is said to be the seat of reason"
- synonym:
- seat
6. Η τοποθεσία (μεταφορικά μιλών) όπου κάτι βασίζεται
- "Ο εγκέφαλος λέγεται ότι είναι η έδρα της λογικής"
- συνώνυμο:
- κάθισμα
7. The legal right to sit as a member in a legislative or similar body
- "He was elected to a seat in the senate"
- synonym:
- seat
7. Το νομικό δικαίωμα να είναι μέλος σε νομοθετικό ή παρόμοιο σώμα
- "Εξελέγη σε έδρα στη γερουσία"
- συνώνυμο:
- κάθισμα
8. A part of a machine that supports or guides another part
- synonym:
- seat
8. Ένα μέρος μιας μηχανής που υποστηρίζει ή καθοδηγεί ένα άλλο μέρος
- συνώνυμο:
- κάθισμα
9. The cloth covering for the buttocks
- "The seat of his pants was worn through"
- synonym:
- seat
9. Το ύφασμα που καλύπτει για τους γλουτούς
- "Το κάθισμα του παντελονιού του φορέθηκε"
- συνώνυμο:
- κάθισμα
verb
1. Show to a seat
- Assign a seat for
- "The host seated me next to mrs. smith"
- synonym:
- seat ,
- sit ,
- sit down
1. Εμφάνιση σε ένα κάθισμα
- Αναθέτω ένα κάθισμα για
- "Ο οικοδεσπότης με καθόταν δίπλα στην κυρία σμιθ"
- συνώνυμο:
- κάθισμα ,
- κάθομαι ,
- καθίστε
2. Be able to seat
- "The theater seats 2,000"
- synonym:
- seat
2. Μπορώ να καθίσω
- "Το θέατρο καλύπτει 2.000"
- συνώνυμο:
- κάθισμα
3. Place ceremoniously or formally in an office or position
- "There was a ceremony to induct the president of the academy"
- synonym:
- induct ,
- invest ,
- seat
3. Τοποθετήστε τελετουργικά ή επίσημα σε ένα γραφείο ή θέση
- "Υπήρξε μια τελετή για την εισαγωγή του προέδρου της ακαδημίας"
- συνώνυμο:
- εισάγω ,
- επενδύω ,
- κάθισμα
4. Put a seat on a chair
- synonym:
- seat
4. Βάλτε μια θέση σε μια καρέκλα
- συνώνυμο:
- κάθισμα
5. Provide with seats
- "Seat a concert hall"
- synonym:
- seat
5. Παρέχετε καθίσματα
- "Καθίστε μια αίθουσα συναυλιών"
- συνώνυμο:
- κάθισμα
6. Place or attach firmly in or on a base
- "Seat the camera on the tripod"
- synonym:
- seat
6. Τοποθετήστε ή συνδέστε σταθερά μέσα ή πάνω σε μια βάση
- "Κάθισε την κάμερα στο τρίποδο"
- συνώνυμο:
- κάθισμα
7. Place in or on a seat
- "The mother seated the toddler on the high chair"
- synonym:
- seat
7. Τοποθετήστε το σε ή σε ένα κάθισμα
- "Η μητέρα κάθεται το μικρό παιδί στην ψηλή καρέκλα"
- συνώνυμο:
- κάθισμα