Translation meaning & definition of the word "seasick" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ναυτικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Seasick
[Θαλασσινόσ]/sisɪk/
adjective
1. Experiencing motion sickness
- synonym:
- airsick ,
- air sick ,
- carsick ,
- seasick
1. Βιώνοντας ασθένεια κίνησης
- συνώνυμο:
- αερόπλοιο ,
- ασθενήσ ,
- αυτοκίνητο ,
- ναυτικόσ
Examples of using
I feel seasick.
Νιώθω ναυτία.