Translation meaning & definition of the word "search" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναζήτηση" στην ελληνική γλώσσα
Search
[Αναζήτηση]noun
1. The activity of looking thoroughly in order to find something or someone
- synonym:
- search ,
- hunt ,
- hunting
1. Η δραστηριότητα του να ψάχνετε καλά για να βρείτε κάτι ή κάποιον
- συνώνυμο:
- αναζήτηση ,
- κυνήγι
2. An investigation seeking answers
- "A thorough search of the ledgers revealed nothing"
- "The outcome justified the search"
- synonym:
- search
2. Μια έρευνα που αναζητά απαντήσεις
- "Μια λεπτομερής αναζήτηση των οδηγών δεν αποκάλυψε τίποτα"
- "Το αποτέλεσμα δικαίωσε την αναζήτηση"
- συνώνυμο:
- αναζήτηση
3. An operation that determines whether one or more of a set of items has a specified property
- "They wrote a program to do a table lookup"
- synonym:
- search ,
- lookup
3. Μια λειτουργία που καθορίζει εάν ένα ή περισσότερα από ένα σύνολο στοιχείων έχει μια συγκεκριμένη ιδιότητα
- "Έγραψαν ένα πρόγραμμα για να κάνουν μια αναζήτηση στο τραπέζι"
- συνώνυμο:
- αναζήτηση
4. The examination of alternative hypotheses
- "His search for a move that would avoid checkmate was unsuccessful"
- synonym:
- search
4. Η εξέταση εναλλακτικών υποθέσεων
- "Η αναζήτησή του για μια κίνηση που θα απέφευγε τον συμμαθητή ήταν ανεπιτυχής"
- συνώνυμο:
- αναζήτηση
5. Boarding and inspecting a ship on the high seas
- "Right of search"
- synonym:
- search
5. Επιβίβαση και επιθεώρηση πλοίου στην ανοικτή θάλασσα
- "Δικαίωμα αναζήτησης"
- συνώνυμο:
- αναζήτηση
verb
1. Try to locate or discover, or try to establish the existence of
- "The police are searching for clues"
- "They are searching for the missing man in the entire county"
- synonym:
- search ,
- seek ,
- look for
1. Προσπαθήστε να εντοπίσετε ή να ανακαλύψετε ή να προσπαθήσετε να καθορίσετε την ύπαρξη του
- "Η αστυνομία ψάχνει για ενδείξεις"
- "Αναζητούν τον αγνοούμενο σε ολόκληρη την κομητεία"
- συνώνυμο:
- αναζήτηση ,
- αναζητώ ,
- ψάχνω
2. Search or seek
- "We looked all day and finally found the child in the forest"
- "Look elsewhere for the perfect gift!"
- synonym:
- search ,
- look
2. Αναζήτηση ή αναζήτηση
- "Κοιτάξαμε όλη μέρα και τελικά βρήκαμε το παιδί στο δάσος"
- "Κοίτα αλλού για το τέλειο δώρο!"
- συνώνυμο:
- αναζήτηση ,
- κοίτα
3. Inquire into
- "The students had to research the history of the second world war for their history project"
- "He searched for information on his relatives on the web"
- "Scientists are exploring the nature of consciousness"
- synonym:
- research ,
- search ,
- explore
3. Ερευνώ
- "Οι μαθητές έπρεπε να ερευνήσουν την ιστορία του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου για το έργο της ιστορίας τους"
- "Αναζήτησε πληροφορίες για τους συγγενείς του στο διαδίκτυο"
- "Οι επιστήμονες εξερευνούν τη φύση της συνείδησης"
- συνώνυμο:
- έρευνα ,
- αναζήτηση ,
- εξερευνώ
4. Subject to a search
- "The police searched the suspect"
- "We searched the whole house for the missing keys"
- synonym:
- search
4. Με την επιφύλαξη αναζήτησης
- "Η αστυνομία ερεύνησε τον ύποπτο"
- "Έρευνα όλο το σπίτι για τα κλειδιά που λείπουν"
- συνώνυμο:
- αναζήτηση