Translation meaning & definition of the word "sear" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "σαύρα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sear
[Συνεχίζω]/sɪr/
verb
1. Make very hot and dry
- "The heat scorched the countryside"
- synonym:
- sear ,
- scorch
1. Κάντε πολύ ζεστό και στεγνό
- "Η ζέστη κατέστρεψε την ύπαιθρο"
- συνώνυμο:
- επιστρέφω ,
- καυχηματίασ
2. Become superficially burned
- "My eyebrows singed when i bent over the flames"
- synonym:
- scorch ,
- sear ,
- singe
2. Καίγεται επιφανειακά
- "Τα φρύδια μου τραγουδούσαν όταν έσκυψα πάνω από τις φλόγες"
- συνώνυμο:
- καυχηματίασ ,
- επιστρέφω ,
- τραγουδώ
3. Burn slightly and superficially so as to affect color
- "The cook blackened the chicken breast"
- "The fire charred the ceiling above the mantelpiece"
- "The flames scorched the ceiling"
- synonym:
- char ,
- blacken ,
- sear ,
- scorch
3. Κάψτε ελαφρώς και επιφανειακά έτσι ώστε να επηρεάσει το χρώμα
- "Ο μάγειρας μαύρωσε το στήθος του κοτόπουλου"
- "Η φωτιά σταμάτησε το ταβάνι πάνω από το τεμάχιο του μανδύα"
- "Οι φλόγες κατέστρεψαν το ταβάνι"
- συνώνυμο:
- χαρ ,
- μαυρίζω ,
- επιστρέφω ,
- καυχηματίασ
4. Cause to wither or parch from exposure to heat
- "The sun parched the earth"
- synonym:
- parch ,
- sear
4. Αιτία για να μαραθεί ή να περγαμηθεί από την έκθεση στη θερμότητα
- "Ο ήλιος τρύπησε τη γη"
- συνώνυμο:
- περ ,
- επιστρέφω
adjective
1. (used especially of vegetation) having lost all moisture
- "Dried-up grass"
- "The desert was edged with sere vegetation"
- "Shriveled leaves on the unwatered seedlings"
- "Withered vines"
- synonym:
- dried-up ,
- sere ,
- sear ,
- shriveled ,
- shrivelled ,
- withered
1. (χρησιμοποιείται ιδιαίτερα από βλάστηση) έχοντας χάσει όλη την υγρασία
- "Αποξηραμένο γρασίδι"
- "Η έρημος ήταν γεμάτη βλάστηση"
- "Φύλλα με κίτρινο χρώμα στα ανεπαίσθητα φυτά"
- "Απασχολημένα αμπέλια"
- συνώνυμο:
- αποξηραμένα ,
- σερ ,
- επιστρέφω ,
- ζαρωμένος ,
- ζαρωμένο ,
- ξηραίνω