Translation meaning & definition of the word "seam" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "σπάσιμο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Seam
[Ραφή]/sim/
noun
1. Joint consisting of a line formed by joining two pieces
- synonym:
- seam
1. Άρθρωση που αποτελείται από μια γραμμή που σχηματίζεται ενώνοντας δύο κομμάτια
- συνώνυμο:
- ραφή
2. A slight depression in the smoothness of a surface
- "His face has many lines"
- "Ironing gets rid of most wrinkles"
- synonym:
- wrinkle ,
- furrow ,
- crease ,
- crinkle ,
- seam ,
- line
2. Μια μικρή κατάθλιψη στην ομαλότητα μιας επιφάνειας
- "Το πρόσωπό του έχει πολλές γραμμές"
- "Το σίδερο απαλλάσσει από τις περισσότερες ρυτίδες"
- συνώνυμο:
- ρυτίδα ,
- αυλάκι ,
- πτυχή ,
- παστώνω ,
- ραφή ,
- γραμμή
3. A stratum of ore or coal thick enough to be mined with profit
- "He worked in the coal beds"
- synonym:
- seam ,
- bed
3. Ένα στρώμα μεταλλεύματος ή άνθρακα αρκετά πυκνό για να εξορυχθεί με κέρδος
- "Εργάστηκε στα κρεβάτια άνθρακα"
- συνώνυμο:
- ραφή ,
- κρεβάτι
verb
1. Put together with a seam
- "Seam a dress"
- synonym:
- seam
1. Συνδυάστε με μια ραφή
- "Φόρεμα"
- συνώνυμο:
- ραφή