Translation meaning & definition of the word "seal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σφραγίδα" στην ελληνική γλώσσα
Seal
[Σφραγίδα]noun
1. Fastener consisting of a resinous composition that is plastic when warm
- Used for sealing documents and parcels and letters
- synonym:
- sealing wax ,
- seal
1. Συνδετήρας που αποτελείται από ρητινώδη σύνθεση που είναι πλαστική όταν είναι ζεστή
- Χρησιμοποιημένος για τη σφράγιση των εγγράφων και των δεμάτων και των γραμμάτων
- συνώνυμο:
- σφραγίζοντας κερί ,
- σφραγίδα
2. A device incised to make an impression
- Used to secure a closing or to authenticate documents
- synonym:
- seal ,
- stamp
2. Μια συσκευή που εντοπίζεται για να κάνει μια εντύπωση
- Χρησιμοποιείται για την εξασφάλιση ενός κλεισίματος ή για την ταυτοποίηση εγγράφων
- συνώνυμο:
- σφραγίδα
3. The pelt or fur (especially the underfur) of a seal
- "A coat of seal"
- synonym:
- seal ,
- sealskin
3. Η λεκάνη ή η γούνα (ειδικά το υποφυ) μιας σφραγίδας
- "Ένα παλτό της σφραγίδας"
- συνώνυμο:
- σφραγίδα ,
- φώκιν
4. A member of a naval special warfare unit who is trained for unconventional warfare
- "Seal is an acronym for sea air and land"
- synonym:
- Navy SEAL ,
- SEAL
4. Είναι μέλος μιας μονάδας ναυτικού ειδικού πολέμου που έχει εκπαιδευτεί για μη συμβατικό πόλεμο
- "Η σελ είναι ένα ακρωνύμιο για τον θαλάσσιο αέρα και τη γη"
- συνώνυμο:
- ΣΦΡΑΓΊΔΑ Ναυτικού ,
- ΣΦΡΑΓΊΔΑ
5. A stamp affixed to a document (as to attest to its authenticity or to seal it)
- "The warrant bore the sheriff's seal"
- synonym:
- seal
5. Μια σφραγίδα που τοποθετείται σε ένα έγγραφο (ας για να πιστοποιήσει την αυθεντικότητά του ή να το σφραγίσει)
- "Το ένταλμα έφερε τη σφραγίδα του σερίφη"
- συνώνυμο:
- σφραγίδα
6. An indication of approved or superior status
- synonym:
- cachet ,
- seal ,
- seal of approval
6. Ένδειξη εγκεκριμένης ή ανώτερης κατάστασης
- συνώνυμο:
- παραλήρημα ,
- σφραγίδα ,
- σφραγίδα έγκρισης
7. A finishing coat applied to exclude moisture
- synonym:
- seal
7. Ένα παλτό φινιρίσματος που εφαρμόζεται για να αποκλείσει την υγρασία
- συνώνυμο:
- σφραγίδα
8. Fastener that provides a tight and perfect closure
- synonym:
- seal
8. Συνδετήρας που παρέχει ένα σφιχτό και τέλειο κλείσιμο
- συνώνυμο:
- σφραγίδα
9. Any of numerous marine mammals that come on shore to breed
- Chiefly of cold regions
- synonym:
- seal
9. Οποιοδήποτε από τα πολυάριθμα θαλάσσια θηλαστικά που έρχονται στην ακτή για να αναπαραχθούν
- Κυρίως των ψυχρών περιοχών
- συνώνυμο:
- σφραγίδα
verb
1. Make tight
- Secure against leakage
- "Seal the windows"
- synonym:
- seal ,
- seal off
1. Σφίγγω
- Ασφαλής ενάντια στη διαρροή
- "Σφραγίστε τα παράθυρα"
- συνώνυμο:
- σφραγίδα ,
- σφραγίζω
2. Close with or as if with a seal
- "She sealed the letter with hot wax"
- synonym:
- seal
2. Κλείστε με ή σαν με μια σφραγίδα
- "Σφράγισε το γράμμα με ζεστό κερί"
- συνώνυμο:
- σφραγίδα
3. Decide irrevocably
- "Sealing dooms"
- synonym:
- seal
3. Αποφασίστε αμετάκλητα
- "Σφραγισμένες καταστροφές"
- συνώνυμο:
- σφραγίδα
4. Affix a seal to
- "Seal the letter"
- synonym:
- seal
4. Επισυνάπτω σφραγίδα σε
- "Σφραγίστε το γράμμα"
- συνώνυμο:
- σφραγίδα
5. Cover with varnish
- synonym:
- varnish ,
- seal
5. Κάλυμμα με βερνίκι
- συνώνυμο:
- βερνίκι ,
- σφραγίδα
6. Hunt seals
- synonym:
- seal
6. Κυνηγετικές σφραγίδες
- συνώνυμο:
- σφραγίδα