Translation meaning & definition of the word "sea" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θάλασσα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sea
[Θάλασσα]/si/
noun
1. A division of an ocean or a large body of salt water partially enclosed by land
- synonym:
- sea
1. Μια διαίρεση ενός ωκεανού ή ενός μεγάλου σώματος αλμυρού νερού που περικλείεται μερικώς από τη γη
- συνώνυμο:
- θάλασσα
2. Anything apparently limitless in quantity or volume
- synonym:
- ocean ,
- sea
2. Οτιδήποτε φαινομενικά απεριόριστο σε ποσότητα ή όγκο
- συνώνυμο:
- ωκεανός ,
- θάλασσα
3. Turbulent water with swells of considerable size
- "Heavy seas"
- synonym:
- sea
3. Ταραγμένο νερό με πρησμένα μεγάλου μεγέθους
- "Βαριές θάλασσες"
- συνώνυμο:
- θάλασσα
Examples of using
How far are we from the sea?
Πόσο μακριά είμαστε από τη θάλασσα?
The sea is pretty rough today.
Η θάλασσα είναι αρκετά τραχιά σήμερα.
They've been at sea for the past three weeks.
Βρίσκονται στη θάλασσα τις τελευταίες τρεις εβδομάδες.