Translation meaning & definition of the word "scuttlebutt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κουπτ-λευκώματα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scuttlebutt
[Σκατσλέπτη]/skətəlbət/
noun
1. A report (often malicious) about the behavior of other people
- "The divorce caused much gossip"
- synonym:
- gossip ,
- comment ,
- scuttlebutt
1. Μια αναφορά (πολύ συχνά κακόβουλο) για τη συμπεριφορά άλλων ανθρώπων
- "Το διαζύγιο προκάλεσε πολλά κουτσομπολιά"
- συνώνυμο:
- κουτσομπολιό ,
- σχόλιο ,
- παραλήρημα